βράδιασμα

βράδιασμα
το
το πλησίασμα της νύχτας: Έπιασε βροχή κατά το βράδιασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βράδιασμα — το ο ερχομός, η προσέγγιση του βραδιού …   Dictionary of Greek

  • βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα …   Dictionary of Greek

  • σκοτείνιασμα — το, Ν [σκοτεινιάζω] 1. το να πέφτει σκοτάδι κάπου και να γίνεται κάτι σκοτεινό, βύθιση στο σκοτάδι 2. ο ερχομός τής νύχτας, νύχτωμα, βράδιασμα 3. μτφ. α) το να γίνεται κάτι θαμπό, άτονο β) απώλεια τής καλής ψυχικής διάθεσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”